- τυφλωθείς
- τυφλόωblindaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ослѣпѣти — ОСЛѢПѢ|ТИ (4*), Ю, ѤТЬ гл. Лишиться ясного понимания: ходѧи бо въ слѣдъ помышлѥнии. ослѣпѣѥть ими. (ἐκτυφλοῦται) СбТр XII/XIII, 155 об; новокр҃щнаго нѣ(с) достоiно въ скорѣ поставити еп(с)па. или прозвитера да не ˫ако новосаженъ ослѣпѣвъ въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χάντρα — και χάνδρα, η, Ν 1. μικρό σφαιρικό ή κυλινδρικό, συνήθως, αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο υλικό, με διαμπερή οπή από την οποία περνάει νήμα 2. μτφ. α) μάτι, ιδίως λαμπερό και όμορφο β) χοντρή σταγόνα από δάκρυ 3. φρ. «τα μάτια σου χάντρες να… … Dictionary of Greek
Ζανεκέν, Κλεμάν — (Clément Janequin, 1475 – 1560). Γάλλος συνθέτης. Ήταν ιεροψάλτης του βασιλιά και διδάσκαλος του ψαλτοδιδασκαλείου του καθεδρικού ναού του Ανζέρ. Έγραψε δύο λειτουργίες για 4 φωνές (Η Μάχη και Ο τυφλωθείς Θεός), ένα μοτέτο και περισσότερα από 275 … Dictionary of Greek